- ακένωτος
- -η, -ο (Α ἀκένωτος, -ον) [κενῶ]ο ανεξάντλητος«ἀκένωτος πηγὴ σοφίας», «ακένωτος θησαυρός»νεοελλ.ασερβίριστος (για φαγητό) που δεν αδειάστηκε στα πιάτα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακένωτος — η, ο 1. ανεξάντλητος, αστείρευτος: Αντλούσε δύναμη από μια ακένωτη πηγή, από το λαό. 2. αυτός που δεν κενώθηκε, δε βγήκε από τη χύτρα: Το φαγητό ήταν ακόμη ακένωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
неизтъщаѥмъ — (3*) пр. Неисчерпаемый, неиссякаемый: класъ бж(с)твныи взрасти и питаеши множьство. неистощаема во истину. иосифова житница бывъ. Мин XIV (май, 2), 17; оч(с)тите ѹбо и ѹ(м) и слу(х) и разу(м). елико же на(с) питѣетсѧ сициими. елма же о бз҃ѣ и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αστείρευτος — η, ο επίρρ. α ανεξάντλητος, ακένωτος: Με οικονομία το νερό, γιατί το πηγάδι δεν είναι αστείρευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)